- υποπτάζομαι
- και σπάν. ενεργτ. ὑποπτάζω Α [ὕποπτος]1. παθ. είμαι ύποπτος2. ενεργ. υποπτεύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποπταζομένης — ὑποπτάζομαι to be suspected pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτᾶσθαι — ὑποπτάω roast a little pres inf mp ὑποπτάζομαι to be suspected fut inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)